ψυχοπαθολογικός

ψυχοπαθολογικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοπαθολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχοπαθολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψυχοπαθολογικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοπαθολογία. 2. αυτός που πάσχει ψυχικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”